κοσμοβριθής

κοσμοβριθής
-ές
γεμάτος κόσμο, γεμάτος ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -βριθής (< βρίθω), πρβλ. ανθρωπο-βριθής, βιβλιο-βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Έλληνα (Βλ. Γαβριηλίδη), στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πολυάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί, κοσμοβριθής 2. αυτός που κατοικείται από πολλά άτομα 3. φρ. α) «πολυάνωρ εὐνομία» ευνομία που υπάρχει σε πολυάνθρωπη πολιτεία β) «γυνή πολυάνωρ» γυναίκα που έχει πολλούς συζύγους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”